χρηματοφυλάκιο

χρηματοφυλάκιο
το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ [χρηματοφύλαξ, -ακος]
νεοελλ.
(παλ. τ.) πορτοφόλι
αρχ.
θησαυροφυλάκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρηματοφυλάκιο — το πορτοφόλι, πορτμονές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”